ἐξαμαρτάνω

ἐξαμαρτία

ἐξαμαυρόω-ῶ
ἐξαμαρτία, ας () [ᾰμ] erreur, faute, Soph. Ant. 558 ; Thém. 362c.
Étym. ἐξαμαρτάνω.