ἐξαμύνω

ἐξαμυστίζω

ἐξαμφοτερίζω
ἐξ·αμυστίζω [] avaler d’un trait, Plat. com. 2-2, 684, 9, 4 Mein.
Étym. ἐξ, ἀμυστί.