ἑξάμηνος

ἐξαμηχανέω-ῶ

ἐξαμιλλάομαι-ῶμαι
ἐξ·αμηχανέω-ῶ (f. -ήσομεν) [ᾰᾰ] imaginer pour sortir d’embarras, Eur. Her. 495.