Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἐξεργασία
ἐξεργαστικός
ἐξεργαστικῶς
ἐξεργαστικός,
ή, όν,
propre à exécuter,
Pol.
15, 37, 1
||
Sup.
-ώτατος,
Xén.
Mem.
4, 1, 4
.
Étym.
ἐξεργάζομαι
.