ἐξεργάζομαι

ἐξεργασία

ἐξεργαστικός
ἐξεργασία, ας () [γᾰ]
1 achèvement, Pol. 10, 45, 6 ||
2 travail du sol, culture, Th. C.P. 3, 1, 6 ; p. ext. travail de composition, DH. Isocr. 4 ; Plut. M. 1004e.
Étym. ἐξεργάζομαι.