ἐξοκέλλω

ἐξολέθρευσις

ἐξολεθρεύω
ἐξολέθρευσις, εως () c. ἐξολόθρευσις, Spt. Jud. 1, 17 ; Ps. 108, 13, etc.
Étym. ἐξολεθρεύω.