ἐξολέθρευσις

ἐξολεθρεύω

ἐξολέκω
ἐξ·ολεθρεύω, c. ἐξολοθρεύω, Spt. Gen. 17, 14 ; Ex. 12, 15 et 19 ; Lev. 17, 4, etc. ; NT. Ap. 3, 23.