ἐξονομάζω

ἐξονομαίνω

ἐξονομακλήδην
ἐξ·ονομαίνω, appeler ou désigner par son nom, Il. 3, 166 ; Od. 6, 66 ; Hh. Ven. 253 ||
E Ao. sbj. 2 sg. ἐξονομήνῃς, Il. l. c. ; inf. ἐξονομῆναι, Od. l. c.
Étym. ἐξ, ὄνομα.