ἐξονομαίνω

ἐξονομακλήδην

ἐξονυχίζω
ἐξ·ονομα·κλήδην, adv. en appelant par son nom, Il. 22, 415 ; Od. 12, 250 ; Critias (Ath. 432e).
Étym. ἐξ, ὄνομα, καλέω, -δην.