ἐξυδατόω-ῶ

ἐξυδάτωσις

ἐξυδατωτικός
ἐξυδάτωσις, εως () [ῠᾰ]
1 changement en eau, Méd. ||
2 le déluge, Orig. 1, 696 a Migne.
Étym. ἐξυδατόω.