ἐξυδάτωσις

ἐξυδατωτικός

ἐξυδρίας ἄνεμος
ἐξυδατωτικός, ή, όν [ῠᾰ] qui a la propriété d’amollir, Sor. Obst. p. 153 Erm.
Étym. ἐξυδατόω.