ἐξυδρίας ἄνεμος

ἐξυδρωπιάω-ῶ

ἐξυλακτέω-ῶ
ἐξ·υδρωπιάω-ῶ, devenir ou être hydropique, Arstt. H.A. 5, 20, 5.
Étym. ἐξ, ὕδρωψ.