ἐξυδατωτικός

ἐξυδρίας ἄνεμος

ἐξυδρωπιάω-ῶ
ἐξ·υδρίας ἄνεμος () vent qui amène la pluie, Arstt. Mund. 4, 11.
Étym. ἐξ, ὕδωρ.