γαλακτίτης λίθος

γαλακτοδοτέω-ῶ

γαλακτοειδής
γαλακτο·δοτέω-ῶ [γᾰ] donner du lait, Orig. 2, 1253c.
Étym. γάλα, -δοτος de δίδωμι.