Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
γαλακτοδοτέω-ῶ
γαλακτοειδής
γαλακτοθρέμμων
γαλακτο·ειδής,
ής, ές
[
γᾰ
] semblable à du lait,
Parmén.
(
Stob.
Ecl.
1, 574
) ;
Arstt.
H.A.
10, 1, 16 ;
Plut.
M.
892
f
.
Étym.
γ. εἶδος
.