γαλακτοῦχος

γαλακτοφαγέω-ῶ

γαλακτοφάγος
γαλακτοφαγέω-ῶ [γᾰφᾰ] se nourrir de laitage, Philstr. V. soph. 2, 7.
Étym. γαλακτοφάγος.