γαλακτοφαγέω-ῶ

γαλακτοφάγος

γαλακτοφορέω-ῶ
γαλακτο·φάγος, ος, ον [γᾰφᾰ] qui se nourrit de laitage, Str. 311, Sext. P. 1, 36.
Étym. γάλα, φαγεῖν ; cf. γλακτοφάγος.