γαλακτοφορέω-ῶ

γαλακτοφόρος

γαλακτόχροα
γαλακτο·φόρος, ος, ον [γᾰ] qui produit ou donne (litt. qui porte) du lait, Jos. B.J. 3, 3, 4 ; Opp. C. 1, 443 ; Nonn. D. 30, 167 ; Nic. Th. 554.
Étym. γάλα, φέρω.