γαλακτοφάγος

γαλακτοφορέω-ῶ

γαλακτοφόρος
γαλακτοφορέω-ῶ [γᾰ] (seul. prés.) avoir (litt. porter) du lait, en parl. de mamelles, Nyss. 1, 556 c Migne.
Étym. γαλακτοφόρος.