γαλακτουργός

γαλακτουχέω-ῶ

γαλακτουχία
γαλακτουχέω-ῶ [γᾰ] avoir du lait, en parl. d’une femme, Plut. M. 640f (part. fém. gén. γαλακτουχούσης, correct. p. γαλακτούσης).
Étym. γαλακτοῦχος.