γαλακτουργέω-ῶ

γαλακτουργός

γαλακτουχέω-ῶ
γαλακτουργός, οῦ (ὁ, ἡ) [γᾰ] qui prépare des mets au laitage, Parmén. (Ath. 608a).
Étym. γάλα, ἔργον.