Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
γαμοκλοπέω-ῶ
γαμοκλοπία
γαμοκλόπος
γαμοκλοπία,
ας
(
ἡ
) [
γᾰ
] crime d’adultère,
Sib.
2, 52 ;
5, 429
.
Étym.
γαμοκλόπος
.