γαμοκλοπία

γαμοκλόπος

γαμολύτης
γαμο·κλόπος, ος, ον [] adultère, Anth. 9, 475 ; Triphiod. 45 ; Nonn. D. 3, 377, etc.
Étym. γάμος, κλέπτω.