Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
γαγγραινικῶς
γαγγραινόομαι-οῦμαι
γαγγραινώδης
γαγγραινόομαι-οῦμαι,
être atteint de gangrène,
Hpc.
Art.
828
.
Étym.
γάγγραινα
.