Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
γαγγραινόομαι-οῦμαι
γαγγραινώδης
γαγγραίνωσις
γαγγραινώδης,
ης, ες,
de nature gangréneuse,
Hpc.
1238
e
.
Étym.
γάγγραινα, -ωδης
.