Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
γασϐαρηνός
γαστερόχειρ
γαστήρ
γαστερό·χειρ,
χειρος
(
ὁ, ἡ
) qui vit du travail de ses mains,
Str.
373
.
Étym.
γαστήρ, χείρ
;
cf.
γαστρόχειρ
.