γαστριμαργέω-ῶ

γαστριμαργία

γαστρίμαργος
γαστριμαργία, ας () [ῐμ] gloutonnerie, Plat. Phæd. 81e ; Luc. Am. 42 ; joint à λαιμαργία, Ath. 307c ; etc. ||
E Ion. -ίη, Hpc. 534, 20.