γαστριμαργία

γαστρίμαργος

γαστρίον
γαστρί·μαργος, ου (ὁ, ἡ) [] glouton, goulu, Pd. O. 1, 83 ; Xanth. (Ath. 415c) ; Arstt. Nic. 3, 11, 3 ; etc.
Étym. γαστήρ, μάργος ; cf. λαίμαργος.