Γαζίτης οἶνος

γαζοφυλακέω-ῶ

γαζοφυλάκιον
γαζοφυλακέω-ῶ [ῠᾰ] (seul. prés.), être gardien du trésor, DS. 17, 74.
Étym. γαζοφύλαξ.