γαζοφυλακέω-ῶ

γαζοφυλάκιον

γαζοφύλαξ
γαζοφυλάκιον, ου (τὸ) [ῠᾰ]
1 palais du Trésor, Str. 319 ||
2 le Trésor, Spt. 4 Reg. 23, 11, etc. ; NT. Luc. 21, 1.
Étym. γαζοφύλαξ.