γαζοφυλάκιον

γαζοφύλαξ

γαθέω
γαζο·φύλαξ, ακος () [ῠᾰκ] gardien du trésor, trésorier, Phylarq. (Ath. 261b) ; Jos. A.J. 11, 1, 3.
Étym. γάζα, φύλαξ.