Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
γενέσθαι
γενεσιαλόγος
γενεσιάρχης
γενεσια·λόγος,
ου
(
ὁ
)
c.
γενεθλιαλόγος,
Artém.
2, 69
.
Étym.
γενέσιος, λέγω
.