Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
γενεσιαλόγος
γενεσιάρχης
γενέσιος
γενεσι·άρχης,
ου
(
ὁ
)
c.
γενάρχης,
Spt.
Sap.
13, 3
.
Étym.
γένεσις, ἄρχω
.