γενεθλιακός

γενεθλιαλογέω-ῶ

γενεθλιαλογία
γενεθλιαλογέω-ῶ [] tirer un horoscope, Str. 739 ; Orig. c. Cels. 1, 28 ; Nyss. 1, 912b.
Étym. γενεθλιαλόγος.