γενεθλιαλογέω-ῶ

γενεθλιαλογία

γενεθλιαλογικός
γενεθλιαλογία, ας () [ᾱλ] horoscope, Jos. A.J. 18, 6, 9 ; Sext. Orig. etc.
Étym. γενεθλιαλόγος.