γερόντιο

γερόντιον

γεροντογρᾴδιο
γερόντιον, ου (τὸ)
1 petit vieillard, Hpc. 1276, 38 ; Xén. An. 6, 3, 22 ; Ar. Nub. 788, etc. ||
2 v. γεροντικός.
Étym. γέρων.