γερόντιον

γεροντογρᾴδιο

γεροντοδιδάσκαλος
γεροντο·γρᾴδιο [] mauv. prononciat. par un Scythe de *γεροντογρᾴδιον, petite vieille, Ar. Th. 1199 (sel. Dind. γέροντο γρᾴδιο).
Étym. γέρων, dim. de γραῦς.