γεροντοδιδάσκαλος

γεροντομανία

Γερόντων λιμήν
γεροντο·μανία, ας () [μᾰ] folie de vieillard, titre d’une comédie d’Anaxandride, Arstt. Rhet. 3, 2, 3 ; Ath. 570d.
Étym. γέρων, μ.