Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
γεροντογρᾴδιο
γεροντοδιδάσκαλος
γεροντομανία
γεροντο·διδάσκαλος,
ου
(
ὁ
) [
ῐκᾰ
] qui enseigne un vieillard,
Plat.
Euthyd.
272
c
.
Étym.
γέρων, δ.