Γλαφύραι

γλαφυρία

γλαφυρός
γλαφυρία, ας () [ᾰῠ] le poli (d’un métal, d’un objet en gén.), Plut. Pyrrh. 8 ; fig. politesse des mœurs, Plut. M. 1065d.
Étym. γλαφυρός.