γλαυκόφθαλμος

γλαυκόχρως

γλαυκόω-ῶ
γλαυκό·χρως, acc. -χροα (ὁ, ἡ) de couleur verdâtre (olive), Pd. O. 3, 13 (γλαυκός 2, χρόα).