Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
γλαυκότης
γλαυκόφθαλμος
γλαυκόχρως
γλαυκ·όφθαλμος,
ος, ον,
qui a les yeux glauques,
Diosc.
1, 179
.
Étym.
γλαυκός, ὀφθαλμός
.