γλαυκωπός

γλαύκωσις

γλαυκώψ
γλαύκωσις, εως () atteinte de glaucome, Hpc. Aph. 1248h (plur. ion. γλαυκώσιες) ; Gal. 4, 537.
Étym. γλαυκόω ; cf. γλαύκωμα.