Γλίσας

γλισχραίνομαι

γλισχραντιλογεξεπίτριπτος
γλισχραίνομαι (sbj. ao. 3 sg. γλισχρανθῇ) devenir gluant ou visqueux, Hpc. Art. 822e.
Étym. γλίσχρος.