γλισχραίνομαι

γλισχραντιλογεξεπίτριπτος

γλίσχρασμα
γλισχρ·αντιλογ·εξεπίτριπτος, ος, ον, com. chicaneur expert en faux-fuyants et en subtilités, Ar. Nub. 1004.
Étym. γλίσχρος, ἀντιλογέω, ἐ.