γλίσχρασμα

γλισχρεύομαι

γλισχρολογέομαι-οῦμαι
γλισχρεύομαι (seul. prés.) être gluant ou tenace, d’où fig. en mauv. part, être avare, être chiche, être mesquin, M. Ant. 5, 5.
Étym. γλίσχρος.