γλισχρεύομαι

γλισχρολογέομαι-οῦμαι

γλισχρολογία
γλισχρο·λογέομαι-οῦμαι (seul. part. prés.) ergoter avec force subtilités, Phil. 1, 526 ; Orig. 1, 565.
Étym. γλίσχρος, -λογος de λέγω.