γλυκυμαρίς

γλυκυμείλιχος

γλυκύμηλον
γλυκυ·μείλιχος, ος, ον [ῠῠῐ] doux et caressant, ép. d’Aphroditè, Hh. 5, 19.
Étym. γλ. μείλιχος.