γλυκυμείλιχος

γλυκύμηλον

γλυκυμυθέω-ῶ
γλυκύ·μηλον, ου (τὸ) sorte de pomme très douce, c. μελίμηλον, Diosc. 1, 161 ; Orib. 1, 427 ; fig. t. de tendresse, Thcr. Idyl. 11, 39 ||
E Dor. γλυκύμαλον [] Sapph. fr. 93 Bgk ; Thcr. l. c.
Étym. γλ. μῆλον.