γλυκύμυθος

γλυκύνοος-ους

γλυκύπαις
γλυκύ·νοος-ους, οος-ους, οον-ουν, gén. όου-ου [ῠῠ] d’un caractère doux, Polém. Physiogn. 1, 6.
Étym. γλ. νόος.